- πέψω
- πέσσωAcut. (Sp.)aor subj act 1st sgπέσσωAcut. (Sp.)fut ind act 1st sgπέσσωAcut. (Sp.)aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πέμπω — ΝΜΑ 1. ενεργώ προκειμένου να μεταφερθεί κάποιος ή κάτι σε έναν προορισμό, στέλνω, αποστέλλω 2. στέλνω ή φροντίζω ώστε να σταλεί κάποιος κάπου για χάρη μου νεοελλ. παροιμ. «πέψε μου να σού πέψω» όσο μέ περιποιείσαι σέ περιποιούμαι και εγώ αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
pekʷ- (*kʷekʷhō) — pekʷ (*kʷekʷhō) English meaning: to cook Deutsche Übersetzung: “kochen” Grammatical information: participle pekʷ to “cooked, boiled” Material: O.Ind. pácati, Av. pačaiti “kocht, bäckt, brät” (= Lat. coquō, Welsh pobi, Alb.… … Proto-Indo-European etymological dictionary